πρίων — (I) ο, ΝΑ το πριόνι αρχ. 1. είδος χειρουργικού τρυπάνου με οδοντωτό τροχό κατάλληλο για διάτρηση και πριονισμό τού κρανίου 2. ο πριονιστής («ὡς πρίων , ὁ μὲν ἕλκει, ὁ δ ἀντενέδωκε», Αριστοφ.) 3. ως κύριο όν. Πρίων παρωνύμιο εμπόρου ξύλων 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
πριών — ῶνος, ὁ Α (κατά τον Φώτ.) «τὸ ἄρμενον». [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων (Ι), με καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
πριόνεσσι — πρίων 1 saw masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριόνων — πρίων 1 saw masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίονα — πρίων 1 saw masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίονας — πρίων 1 saw masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίονες — πρίων 1 saw masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίονι — πρίων 1 saw masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίονος — πρίων 1 saw masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίοσι — πρίων 1 saw masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)